-
1 σκοτία
σκοτίᾱ, σκότιοςdark: fem nom /voc /acc dualσκοτίᾱ, σκότιοςdark: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)σκοτίᾱ, σκοτίαdarkness: fem nom /voc /acc dualσκοτίᾱ, σκοτίαdarkness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————σκοτίᾱͅ, σκότιοςdark: fem dat sg (attic doric aeolic)σκοτίαι, σκοτίαdarkness: fem nom /voc plσκοτίᾱͅ, σκοτίαdarkness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 σκοτία
σκοτία, ἡ, Finsterniß, Dunkelheit; finsterer Ort, Grab, Unterwelt, σκοτίᾳ κρύπτεται, Eur. Phoen. 338. – In der Baukunst ein vertieftes Glied der Säulenbasen, Hesych. u. Vitruv. 3, 3.
-
3 σκοτια
ἡ темнота, тьма, мрак Anth., NT. -
4 σκοτία
σκοτία, ἡ, Finsternis, Dunkelheit; finsterer Ort, Grab, Unterwelt. In der Baukunst ein vertieftes Glied der Säulenbasen -
5 σκοτία
σκοτία, ας, ἡ (cp. prec. and three next entries; Apollon. Rhod. 4, 1698; Anth. 8, 187; 190; Sb 6648, 4; PGM 4, 2472; Job 28:3; Mi 3:6; Is 16:3; TestSol 13:5 D; TestJob 43:6; SibOr 5, 349; Tat. 13, 4)① state of being devoid of light, darkness, gloom. J 6:17. σκοτίας ἔτι οὔσης while it was still dark 20:1. Perh. 12:35b (s. 2). Metaph. ἐν τῇ σκ. λέγειν (εἰπεῖν) τι say someth. in the dark, i.e. in secret (opp. ἐν τῷ φωτί) Mt 10:27; Lk 12:3 (s. HGrimme, BZ 23, ’35, 258–60).② darkening of the mind or spirit, darkness, fig. ext. of 1, of ignorance in moral and relig. matters Mt 4:16 v. l. (s. Is 9:1). Esp. in Johannine usage as a category including everything that is at enmity w. God, earthly and demonic J 1:5ab; 8:12; 12:35a; perh. also 35b (s. 1), 46; 1J 1:5; 2:8f, 11abc.—HBakotin, De Notione Lucis et Tenebrarum in Ev. Jo. ’43.—DELG s.v. σκότος A 1. M-M. TW. -
6 σκοτία
ἡ σκοτία мрак, тьма -
7 σκοτίᾳ
Βλ. λ. σκοτία -
8 σκοτία
{сущ., 16}темнота, тьма, мрак.Ссылки: Мф. 10:27; Лк. 12:3; Ин. 1:5; 6:17; 8:12; 12:35, 46; 20:1; 1Ин. 1:5; 2:8, 9, 11.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σκοτία
-
9 σκοτία
{сущ., 16}темнота, тьма, мрак.Ссылки: Мф. 10:27; Лк. 12:3; Ин. 1:5; 6:17; 8:12; 12:35, 46; 20:1; 1Ин. 1:5; 2:8, 9, 11.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σκοτία
-
10 σκοτία
темнотатемноты σκοτίᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σκοτία
-
11 σκοτίᾳ
темнотеσκοτίαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σκοτίᾳ
-
12 σκοτία
II in Architecture, scotia, cavetto, a sunken moulding, so called from the dark shadow it casts, Vitr.3.5.2, Hsch. -
13 σκοτία
темнота, тьма, мрак.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σκοτία
-
14 σκότια
σκότιοςdark: neut nom /voc /acc plσκότιοςdark: neut nom /voc /acc pl -
15 σκοτία
-
16 σκοτίας
σκοτίᾱς, σκότιοςdark: fem acc plσκοτίᾱς, σκότιοςdark: fem gen sg (attic doric aeolic)σκοτίᾱς, σκοτίαdarkness: fem acc plσκοτίᾱς, σκοτίαdarkness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 σκοτίαι
σκοτίᾱͅ, σκότιοςdark: fem dat sg (attic doric aeolic)σκοτίαdarkness: fem nom /voc plσκοτίᾱͅ, σκοτίαdarkness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
18 σκοτίαν
σκοτίᾱν, σκότιοςdark: fem acc sg (attic doric aeolic)σκοτίᾱν, σκοτίαdarkness: fem acc sg (attic doric aeolic) -
19 σκότι'
σκότια, σκότιοςdark: neut nom /voc /acc plσκότια, σκότιοςdark: neut nom /voc /acc plσκότιε, σκότιοςdark: masc voc sgσκότιε, σκότιοςdark: masc /fem voc sgσκότιαι, σκότιοςdark: fem nom /voc pl -
20 σκότιος
σκότιος, finster, dunkel; ὦ σκοτία νύξ, Eur. Hec. 68; ἕδραι, Alc. 123; εἱρκταί, Bacch. 549; – bes. was im Dunkeln lebt, was im Dunkeln, Verborgenen geschieht, heimlich, σκότιον δέ ἑ γείνατο μήτηρ, heimlich gebar ihn die Mutter, Il. 6, 34; u. so ϑεῶν σκότιοι παῖδες Eur. Alc. 992, u. sonst σκότιοι παῖδες, außer der Ehe gezeugte Kinder ( καὶ ἀνέγγυος Plut. Thes. 2); σκότιον λέχος, Troad. 44; σκοτίας εὐνάς, Ion 860; σκότια νυμφευτήρια, Troad. 252; σκοτία Κύπρις, heimlicher, außerordentlicher Liebesgenuß, Add. 8 (VII, 51); – vom Ausdrucke, dunkel, Ar. Av. 1389; γνῶσις, ἡ διὰ τῶν αἰσϑήσεων, Democrit. bei S. Emp. adv. log. 1, 138. – Bei den Kretern hießen die Knaben vor erlangter Mannbarkeit σκότιοι, weil sie bis dahin im Dunkel des elterlichen Hauses lebten und dann erst in das Licht des öffentlichen Lebens hervortraten, Schol. Eur. Alc. 992.
См. также в других словарях:
σκοτία — σκοτίᾱ , σκότιος dark fem nom/voc/acc dual σκοτίᾱ , σκότιος dark fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σκοτίᾱ , σκοτία darkness fem nom/voc/acc dual σκοτίᾱ , σκοτία darkness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτίᾳ — σκοτίᾱͅ , σκότιος dark fem dat sg (attic doric aeolic) σκοτίαι , σκοτία darkness fem nom/voc pl σκοτίᾱͅ , σκοτία darkness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτία — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… … Dictionary of Greek
Σκοτιά — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… … Dictionary of Greek
Σκοτία — η το βόρειο τμήμα της Μ. Βρετανίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκότια — σκότιος dark neut nom/voc/acc pl σκότιος dark neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νόβα Σκοτία — (Nova Scotia). Αυτόνομη επαρχία (55.490 τ. χλμ., 908.007 κάτ. το 2001) του νοτιοανατολικού Καναδά, που σχηματίζεται από την ομώνυμη χερσόνησο (πολύ διαρθρωμένη), από τον ισθμό που τη συνδέει με την ξηρά και από το νησί Κέιπ Μπρέτον. Συνορεύει με… … Dictionary of Greek
σκοτίας — σκοτίᾱς , σκότιος dark fem acc pl σκοτίᾱς , σκότιος dark fem gen sg (attic doric aeolic) σκοτίᾱς , σκοτία darkness fem acc pl σκοτίᾱς , σκοτία darkness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτίαι — σκοτίᾱͅ , σκότιος dark fem dat sg (attic doric aeolic) σκοτία darkness fem nom/voc pl σκοτίᾱͅ , σκοτία darkness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτίαν — σκοτίᾱν , σκότιος dark fem acc sg (attic doric aeolic) σκοτίᾱν , σκοτία darkness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκότι' — σκότια , σκότιος dark neut nom/voc/acc pl σκότια , σκότιος dark neut nom/voc/acc pl σκότιε , σκότιος dark masc voc sg σκότιε , σκότιος dark masc/fem voc sg σκότιαι , σκότιος dark fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)